λεπτυνεῖ

λεπτυνεῖ
λεπτύνω
make thin
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
λεπτύνω
make thin
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεπτύνει — λεπτύ̱νει , λεπτύνω make thin aor subj act 3rd sg (epic) λεπτύ̱νει , λεπτύνω make thin pres ind mp 2nd sg λεπτύ̱νει , λεπτύνω make thin pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπταίνω — και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός] 1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ) 2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η… …   Dictionary of Greek

  • λεπταίνω — και λεπτύνω λέπτυνα, λεπτύνθηκα 1. μτβ., κάνω κάτι λεπτό. 2. αμτβ., αδυνατίζω: Αναγκάστηκε να λεπτύνει για λόγους υγείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”